ξενοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ξενοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ξένους<br /><b>2.</b> [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοπρεπώς</i> (Α <i>ξενοπρεπῶς</i>)<br />με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δουλο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ιερο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ξενοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ξένους<br /><b>2.</b> [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοπρεπώς</i> (Α <i>ξενοπρεπῶς</i>)<br />με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[δουλοπρεπής]], [[ιεροπρεπής]]].
}}
}}

Revision as of 16:49, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοπρεπής Medium diacritics: ξενοπρεπής Low diacritics: ξενοπρεπής Capitals: ΞΕΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: xenoprepḗs Transliteration B: xenoprepēs Transliteration C: ksenoprepis Beta Code: cenopreph/s

English (LSJ)

ές, strange, out of the way, Hp Fract.1, D.H.Dem.34, Aret.SD2.13 (Comp.). Adv. -πῶς Steph. in Hp.2.288 D.

German (Pape)

[Seite 277] ές, einem Fremden geziemend, fremd aussehend, D. Hal. de vi Dem. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ξένον· παράδοξος, ἀλλόκοτος, ἀσυνήθης, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπιρρ. ξενοπρεπῶς Ὁλοβ. ἐν Boiss. Ἀνεκ. 5, σ. 174.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ξενοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ξένους
2. παράδοξος, ασυνήθιστος.
επίρρ...
ξενοπρεπώςξενοπρεπῶς)
με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλοπρεπής, ιεροπρεπής].