σύγκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύγκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />[[έγκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύγχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σύγκαιρα]] Ν<br /><b>1.</b> έγκαιρα<br /><b>2.</b> συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καιρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καιρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>καιρος</i>, <i>πρόσ</i>-<i>καιρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύγκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />[[έγκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύγχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σύγκαιρα]] Ν<br /><b>1.</b> έγκαιρα<br /><b>2.</b> συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καιρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καιρός]]), [[πρβλ]]. [[ἐπίκαιρος]], [[πρόσκαιρος]]].
}}
}}

Revision as of 16:50, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκαιρος Medium diacritics: σύγκαιρος Low diacritics: σύγκαιρος Capitals: ΣΥΓΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: sýnkairos Transliteration B: synkairos Transliteration C: sygkairos Beta Code: su/gkairos

English (LSJ)

ον, of the season, ἄνθη Alciphr.3.16; seasonable, suitable, τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 963] zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκαιρος: -ον, ἔγκαιρος, ὁ κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἢ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἐποχὴν φαινόμενος, ἄνθη Ἀλκίφρων 3. 16· ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, χειμῶνος ὥρα ἦν, καὶ πῦρ ἐξέκαυσε τῇ ὥρᾳ σύγκαιρον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγκαιρος, -ον, ΝΑ
έγκαιρος
νεοελλ.
σύγχρονος
αρχ.
αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος.
επίρρ...
σύγκαιρα Ν
1. έγκαιρα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπίκαιρος, πρόσκαιρος].