άδειος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄδειος]], -ον (Α)<br />ο [[άφοβος]], ο [[απτόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>δFεῖος</i>, το (= [[δέος]], το)<br /><b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>λός</i>, <i>δει</i>-<i>νός</i>].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο<br />αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[αδειανός]], [[κενός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδειάζω]]<br />υποχωρητικά (<b>πρβλ.</b> [[αγιάζω]] &GT; [[άγιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδειανός]], [[αδειοσύνη]], [[αδειάτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδειοκέφαλος]], [[αδειοπούγγης]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄδειος]], -ον (Α)<br />ο [[άφοβος]], ο [[απτόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>δFεῖος</i>, το (= [[δέος]], το)<br />[[πρβλ]]. [[δειλός]], [[δεινός]]].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο<br />αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[αδειανός]], [[κενός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδειάζω]]<br />υποχωρητικά (<b>πρβλ.</b> [[αγιάζω]] > [[άγιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδειανός]], [[αδειοσύνη]], [[αδειάτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδειοκέφαλος]], [[αδειοπούγγης]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek Monolingual

(I)
ἄδειος, -ον (Α)
ο άφοβος, ο απτόητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το)
πρβλ. δειλός, δεινός].
(II)
-α, -ο
αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδειάζω
υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος).
ΠΑΡ. αδειανός, αδειοσύνη, αδειάτος.
ΣΥΝΘ. αδειοκέφαλος, αδειοπούγγης].