μουσομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσομήτωρ]], -ορος, ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Μνήμης) η [[μητέρα]] τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> <i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]) <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μήτωρ</i>].
|mltxt=[[μουσομήτωρ]], -ορος, ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Μνήμης) η [[μητέρα]] τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> <i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]) [[πρβλ]]. [[θεομήτωρ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:25, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσομήτωρ Medium diacritics: μουσομήτωρ Low diacritics: μουσομήτωρ Capitals: ΜΟΥΣΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: mousomḗtōr Transliteration B: mousomētōr Transliteration C: mousomitor Beta Code: mousomh/twr

English (LSJ)

ορος, ἡ, the mother of Musesand all arts, epithet of Memory, Id.Pr.461.

German (Pape)

[Seite 211] ορος, Museumurter, d. i. Musenkünste hervorbringend, μνήμην θ' ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν, Aesch. Prom. 459.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère des Muses.
Étymologie: μοῦσα, μήτηρ.

Russian (Dvoretsky)

μουσομήτωρ: ορος ἡ родительница муз, мать искусств (μνήμη ἁπάντων, μ. ἐργάνη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσομήτωρ: -ορος, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν καὶ πάσης τέχνης, ἐπίθετ. τῆς μνήμης, μνήμην θ’ ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην Αἰσχύλ. Πρ. 461.

Greek Monolingual

μουσομήτωρ, -ορος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Μνήμης) η μητέρα τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μήτωρ (< μήτηρ) πρβλ. θεομήτωρ].

Greek Monotonic

μουσομήτωρ: -ορος, ἡ, η μητέρα των Μουσών και όλων των τεχνών, λέγεται για τη Μνημοσύνη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μουσο-μήτωρ, ορος, ἡ,
the mother of Muses and all arts, of Memory, Aesch.

English (Woodhouse)

mother of arts

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)