νεοβλαστής: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοβλαστής]], -ές (ΑΜ)<br />(για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για πρόσωπα) ο [[νεογέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), | |mltxt=[[νεοβλαστής]], -ές (ΑΜ)<br />(για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για πρόσωπα) ο [[νεογέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), [[πρβλ]]. [[πολυβλαστής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, = νεόβλαστος (sprouting afresh), Oppian. H. 1.735.
German (Pape)
[Seite 241] ές, = Folgdm, τέκνα νεοβλαστῆ, Opp. Hal. 1, 735.
Greek (Liddell-Scott)
νεοβλαστής: -ές, ὁ νεωστὶ βλαστήσας, μεταφορ., νεογενής, τέκνα νεοβλαστῆ Ὀππ. Ἁλ. 1. 735, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 231.
Greek Monolingual
νεοβλαστής, -ές (ΑΜ)
(για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα
αρχ.
μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυβλαστής].