οικογενής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οἰκογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου η οποία εμφανίζεται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] σε μια [[οικογένεια]] και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε [[κληρονομικότητα]] («η [[αιμοφιλία]] [[είναι]] [[οικογενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]] («ὄρτυγας οἰκογενεῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπινα [[πάθη]] και καταστάσεις) αυτός ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στο [[σπίτι]] («οἰκογενὴς [[μανία]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[οἰκογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου η οποία εμφανίζεται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] σε μια [[οικογένεια]] και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε [[κληρονομικότητα]] («η [[αιμοφιλία]] [[είναι]] [[οικογενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]] («ὄρτυγας οἰκογενεῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπινα [[πάθη]] και καταστάσεις) αυτός ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στο [[σπίτι]] («οἰκογενὴς [[μανία]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[θαλασσογενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῖς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσογενής].