οιόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰόζωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]], [[μονόζωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>].
|mltxt=[[οἰόζωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]], [[μονόζωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. [[βαθύζωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 10 May 2023

Greek Monolingual

οἰόζωνος, -ον (Α)
αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος].