νοσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσοτρόφος''': ὁ, = [[νοσοκόμος]], Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. [[νοσοκόμος]].
|lstext='''νοσοτρόφος''': ὁ, = [[νοσοκόμος]], Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. [[νοσοκόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσοτρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που περιποιείται ασθενή, [[νοσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[μηλοτρόφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νοσοτρόφος: ὁ, = νοσοκόμος, Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. νοσοκόμος.

Greek Monolingual

νοσοτρόφος, ὁ (Α)
αυτός που περιποιείται ασθενή, νοσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλοτρόφος].