ουλοκάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐλοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, [[σγουρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>κάρηνα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>].
|mltxt=[[οὐλοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, [[σγουρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>κάρηνα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρα]]), [[πρβλ]]. [[ξανθοκάρηνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 10 May 2023

Greek Monolingual

οὐλοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθοκάρηνος].