οὐρανοσκόπος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[οὐρανοσκόπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί τον ουρανό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ουρανοσκόπος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. [[λύχνος]] και τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), | |mltxt=-ο (Α [[οὐρανοσκόπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί τον ουρανό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ουρανοσκόπος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. [[λύχνος]] και τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, observing the heavens: as substantive, a kind of fish, elsewhere καλλιώνυμος, Diph.Siph. ap. Ath.8.356a, Plin.HN32.69, Gal. UP3.3.
German (Pape)
[Seite 418] den Himmel beschauend. – Als subst. eine Fischart, sonst καλλιώνυμος genannt, Ath. VIII, 356 a; vgl. Plin. H. N. 32, 7, 24.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὸν οὐρανόν· ― ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος τοῦ ἄλλως καλουμένου καλλιωνύμου, Ἀθήν. 356Α, Plin. II.Ν. 32. 7, πρβλ. Sprengel Diosc. 2. 96, Greenhill εἰς Θεόφρ. 40. 11.
Greek Monolingual
-ο (Α οὐρανοσκόπος, -ον)
1. αυτός που παρατηρεί τον ουρανό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουρανοσκόπος
ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. λύχνος και τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].