οἰνόχυτος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνόχυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κρασί]] που χύνεται («οἰνόχυτον [[πῶμα]]» — [[γουλιά]] από [[κρασί]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερνά [[κρασί]], [[οινοχόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ελαιό</i>-<i>χυτος</i>].
|mltxt=[[οἰνόχυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κρασί]] που χύνεται («οἰνόχυτον [[πῶμα]]» — [[γουλιά]] από [[κρασί]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερνά [[κρασί]], [[οινοχόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[ελαιόχυτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:43, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόχῠτος Medium diacritics: οἰνόχυτος Low diacritics: οινόχυτος Capitals: ΟΙΝΟΧΥΤΟΣ
Transliteration A: oinóchytos Transliteration B: oinochytos Transliteration C: oinochytos Beta Code: oi)no/xutos

English (LSJ)

ον, A of poured wine, πῶμα οἰ. draught of wine, S.Ph.714 (lyr.). II Act., = οἰνοχόος, Nonn.D.13.256,33.74, al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de vin qu'on verse.
Étymologie: οἶνος, χυτός.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόχῠτος: (о вине) налитый, нацеженный: πῶμα οἰνόχυτον Soph. кубок вина.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόχῠτος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, πῶμα οἰν., ποτὸν ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = οἰνοχόος, Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.

Greek Monolingual

οἰνόχυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προέρχεται από κρασί που χύνεται («οἰνόχυτον πῶμα» — γουλιά από κρασί, Σοφ.)
2. αυτός που κερνά κρασί, οινοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χυτός (< χέω), πρβλ. ελαιόχυτος].

Greek Monotonic

οἰνόχῠτος: -ον, προερχόμενος από χυμένο κρασί, πῶμα οἰνόχυτον, οινοποσία, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰνό-χῠτος, ον,
of poured wine, πῶμα οἰν. a draught of wine, Soph.