παχύδενδρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πυκνή [[συστάδα]] δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πυκνή [[συστάδα]] δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), [[πρβλ]]. [[καλλίδενδρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, thick with trees, ἄλση Him.Or.23.17.
German (Pape)
[Seite 539] dickbäumig, mit dicken Bäumen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ δένδρα, παχ. ἄλσος Ἱμέρ. 23. 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παχυ- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλίδενδρος].