ποικιλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς [[ἀνήρ]]... [[ἀμάρυγμα]] φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει [[έπειτα]] από μια [[σειρά]] πολλών και διαφορετικών [[εργασιών]] («ποικιλοεργὸς [[πήνη]]», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]) <b>πρβλ.</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς [[ἀνήρ]]... [[ἀμάρυγμα]] φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει [[έπειτα]] από μια [[σειρά]] πολλών και διαφορετικών [[εργασιών]] («ποικιλοεργὸς [[πήνη]]», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]) [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 650] mit bunter, mannichfaltiger Arbeit, Paul. Sil. ecphr. 376 ambo 262.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοεργός: -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. πήνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών («ποικιλοεργὸς πήνη», Παύλ. Σιλ.)
3. μτφ. αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -εργός (< ἔργον) πρβλ. αγαθοεργός].