πετρόβλητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χτυπηθεί από [[ρίξιμο]] πέτρας<br /><b>2.</b> (για [[νεφρό]]) αυτός που έχει προσβληθεί από [[λιθίαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), | |mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χτυπηθεί από [[ρίξιμο]] πέτρας<br /><b>2.</b> (για [[νεφρό]]) αυτός που έχει προσβληθεί από [[λιθίαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[λιθόβλητος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A pelted with stones, Phot. II affected by the stone, νεφροί Id.
German (Pape)
[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθόβλητος].