παράχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(31)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη [[χορδή]] που έπρεπε να κρουσθεί, [[αλλά]] από [[άλλη]], διπλανή, [[δηλαδή]] ο [[παράτονος]], ο [[παράφωνος]], ο [[δυσαρμονικός]]<br /><b>2.</b> (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>έγ</i>-<i>χορδος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη [[χορδή]] που έπρεπε να κρουσθεί, [[αλλά]] από [[άλλη]], διπλανή, [[δηλαδή]] ο [[παράτονος]], ο [[παράφωνος]], ο [[δυσαρμονικός]]<br /><b>2.</b> (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[έγχορδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 508] neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
μουσ.
1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός
2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. έγχορδος].