πολυχαρής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί πολύ [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]] («πολυχαρὴς [[ὁμοίωσις]]», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>χαρής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί πολύ [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]] («πολυχαρὴς [[ὁμοίωσις]]», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[μικροχαρής]]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχᾰρής Medium diacritics: πολυχαρής Low diacritics: πολυχαρής Capitals: ΠΟΛΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: polycharḗs Transliteration B: polycharēs Transliteration C: polycharis Beta Code: poluxarh/s

English (LSJ)

ές, (χαίρω) feeling or causing much joy, An.Ox3.138, Hsch. s.v. πολυγηθές; graceful, ὁμοίωσις Phld.Lib.p.26 O.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viele Freunde habend, Hesych. v. πολυγηθής.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ πολλὴν χαρὰν αἰσθανόμενος ἢ ἐμποιῶν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 138, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυγηθές.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί πολύ μεγάλη χαρά
2. χαριτωμένος («πολυχαρὴς ὁμοίωσις», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. μικροχαρής].