πτωχοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που περιθάλπει φτωχούς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διαχειριστής]] της περιουσίας πτωχοτροφείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που περιθάλπει φτωχούς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διαχειριστής]] της περιουσίας πτωχοτροφείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]]].
}}
}}

Revision as of 11:32, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοτρόφος Medium diacritics: πτωχοτρόφος Low diacritics: πτωχοτρόφος Capitals: ΠΤΩΧΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ptōchotróphos Transliteration B: ptōchotrophos Transliteration C: ptochotrofos Beta Code: ptwxotro/fos

English (LSJ)

(parox.), ον, supporting the poor, Cod.Just.1.3.41.13, Just.Nov.120.6.2.

German (Pape)

[Seite 813] Bettler, Arme nährend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· ὅθεν πτωχοτροφέω, τρέφω πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που περιθάλπει φτωχούς
2. το αρσ. ως ουσ. ο διαχειριστής της περιουσίας πτωχοτροφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].