ραβδοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(35) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, Ν<br />αυτός που με τη [[βοήθεια]] μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει [[νερό]] ή [[μετάλλευμα]] [[μέσα]] στη γη, [[πρόσωπο]] που ασκεί [[ραβδοσκοπία]], [[ραβδομάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ράβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), | |mltxt=ο, η, Ν<br />αυτός που με τη [[βοήθεια]] μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει [[νερό]] ή [[μετάλλευμα]] [[μέσα]] στη γη, [[πρόσωπο]] που ασκεί [[ραβδοσκοπία]], [[ραβδομάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ράβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[ωροσκόπος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 10 May 2023
Greek Monolingual
ο, η, Ν
αυτός που με τη βοήθεια μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει νερό ή μετάλλευμα μέσα στη γη, πρόσωπο που ασκεί ραβδοσκοπία, ραβδομάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ωροσκόπος].