σούρουπο: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />το [[λυκόφως]], η [[μετά]] την [[δύση]] του ηλίου και [[πριν]] από την [[νύχτα]] ώρα, [[σουρούπωμα]], [[σύθαμπο]], [[μούχρωμα]] («ρόδινο [[σούρουπο]], ώρα μυροφόρα», <b>Μαβίλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>σύρρυπον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ῥύπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>θαμπο</i>].
|mltxt=το, Ν<br />το [[λυκόφως]], η [[μετά]] την [[δύση]] του ηλίου και [[πριν]] από την [[νύχτα]] ώρα, [[σουρούπωμα]], [[σύθαμπο]], [[μούχρωμα]] («ρόδινο [[σούρουπο]], ώρα μυροφόρα», <b>Μαβίλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>σύρρυπον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ῥύπος]]), [[πρβλ]]. [[σύθαμπο]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
το λυκόφως, η μετά την δύση του ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύθαμπο].