στρογγυλώψ: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶπος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του <i>όπωπα</i>), | |mltxt=-ῶπος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του <i>όπωπα</i>), [[πρβλ]]. [[τυφλώψ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 10 May 2023
English (LSJ)
ῶπος, round-eyed, synon. of Κύκλωψ, Serv.Dan.ad Verg.A.8.649.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγυλώψ: -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ Κύκλωψ, ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.
Greek Monolingual
-ῶπος, ὁ, Α
αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + -ώψ (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. τυφλώψ].