συγκλινής: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που κλίνει [[μαζί]] με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο [[συνασπισμός]] [[εναντίον]] του Αίαντος, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που κλίνει [[μαζί]] με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο [[συνασπισμός]] [[εναντίον]] του Αίαντος, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. [[επικλινής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, (κλίνω) inclining together, τὸ σ. ἐπ' Αἴαντι, perhaps, the united force directed against Ajax, A.Fr.84.
German (Pape)
[Seite 968] ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.
Russian (Dvoretsky)
συγκλῐνής: склоняющийся: τὸ συγκλινὲς ἐπ᾽ Αἴαντι Aesch., Arph. то, что склоняется к Эанту или направлено против Эанта.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλῐνής: -ές, (κλίνω) συγκλίνων ὁμοῦ, τὸ σ. ἐπ’ Αἴαντι, ἴσως = ἡ ἡνωμένη δύναμις ἡ φερομένη κατὰ τοῦ Αἴαντος, ὁ κατ’ αὐτοῦ συνασπισμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 77.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο συνασπισμός εναντίον του Αίαντος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επικλινής].