τετράρριζος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τετράρριζος]]<br />[[οδονταλγία]], [[πονόδοντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>ρριζος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τετράρριζος]]<br />[[οδονταλγία]], [[πονόδοντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[τρίρριζος]]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρριζος Medium diacritics: τετράρριζος Low diacritics: τετράρριζος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: tetrárrizos Transliteration B: tetrarrizos Transliteration C: tetrarrizos Beta Code: tetra/rrizos

English (LSJ)

ον, with four roots, ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = dentium dolor, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρριζος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.)
2. το αρσ. ως ουσ.τετράρριζος
οδονταλγία, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρίρριζος].