τρικέρατος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(42)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρικέρατος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] κέρατα, τρίκερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κερας</i>, -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>κέρατος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τρικέρατος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] κέρατα, τρίκερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κερας</i>, -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[τετρακέρατος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκέρατος: -ον, ὁ ἔχων τρία κέρατα, Achmes Ὀνειροκρ. 238· οὕτω τρίκερως, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικέρατος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κέρατος (< κερας, -ατος), πρβλ. τετρακέρατος].