τυροκλόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(κωμική λ.) (ως [[ονομασία]] ποντικού στην <i>Γαλεομαχία</i> του Προδρ.) αυτός που κλέβει το [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυνο</i>-<i>κλόπος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br />(κωμική λ.) (ως [[ονομασία]] ποντικού στην <i>Γαλεομαχία</i> του Προδρ.) αυτός που κλέβει το [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. [[κυνοκλόπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Μ
(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία του Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνοκλόπος].