υψιπετής: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑψιπετής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από [[ψηλά]], [[ουρανοκατέβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους πτηνών·|| <b>αρχ.</b> [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), | |mltxt=-ές / [[ὑψιπετής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από [[ψηλά]], [[ουρανοκατέβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους πτηνών·|| <b>αρχ.</b> [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[χαμαιπετής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ές / ὑψιπετής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·