ὑπολιπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που μένει ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπολιπές</i><br />[[έλλειμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>λιπής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που μένει ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπολιπές</i><br />[[έλλειμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), [[πρβλ]]. [[περιλιπής]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολῐπής Medium diacritics: ὑπολιπής Low diacritics: υπολιπής Capitals: ΥΠΟΛΙΠΗΣ
Transliteration A: hypolipḗs Transliteration B: hypolipēs Transliteration C: ypolipis Beta Code: u(poliph/s

English (LSJ)

ές, A left remaining, Thphr.HP3.13.2, Theopomp.Hist. 101, Clearch.25. II deficient, Brut.Ep.20: τὸ ὑ. the deficit, prob. in Supp.Epigr.2.580.15 (Teos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1224] ές, übrig gelassen, geblieben, übrig, Plut. Marc. 22.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολῐπής: Plut. = ὑπόλοιπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολῐπής: -ές, ὑπόλοιπος, Θεοφρ. περὶ Φύτ. Ἱστ. 3. 13. 2. Θεόπομπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 120. 22, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που μένει ως υπόλοιπο
αρχ.
1. ελλιπής, ανεπαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές
έλλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. περιλιπής].