ανάγλυφο: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ἀνάγλυφον)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[παράσταση]] που [[είναι]] γλυπτή, σκαλισμένη σε [[πλάκα]] από [[μάρμαρο]], [[μέταλλο]] κ.λπ., σε τρόπο ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά τους<br />τα ανάγλυφα διακρίνονται σε πρόστυπα και έκτυπα<br /><b>2.</b> <b>(Τοπογρ.)</b> η τρισδιάστατη [[αναπαράσταση]] του γενικά ανώμαλου εδάφους, με τη [[βοήθεια]] ανάγλυφου [[χάρτη]] ή στερεοσκοπικής εικόνας. Γενικά ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και την τρισδιάστατη [[μορφή]] τών ανωμαλιών του εδάφους, [[καθώς]] και ως [[συνώνυμος]] του όρου «[[μορφολογία]] του εδάφους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. του επιθ. [[ἀνάγλυφος]] σε [[χρήση]] ουσιαστικού.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγλυφοειδής]], [[αναγλυφοποιός]] | |mltxt=το (Α ἀνάγλυφον)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[παράσταση]] που [[είναι]] γλυπτή, σκαλισμένη σε [[πλάκα]] από [[μάρμαρο]], [[μέταλλο]] κ.λπ., σε τρόπο ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά τους<br />τα ανάγλυφα διακρίνονται σε πρόστυπα και έκτυπα<br /><b>2.</b> <b>(Τοπογρ.)</b> η τρισδιάστατη [[αναπαράσταση]] του γενικά ανώμαλου εδάφους, με τη [[βοήθεια]] ανάγλυφου [[χάρτη]] ή στερεοσκοπικής εικόνας. Γενικά ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και την τρισδιάστατη [[μορφή]] τών ανωμαλιών του εδάφους, [[καθώς]] και ως [[συνώνυμος]] του όρου «[[μορφολογία]] του εδάφους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. του επιθ. [[ἀνάγλυφος]] σε [[χρήση]] ουσιαστικού.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγλυφοειδής]], [[αναγλυφοποιός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:17, 10 May 2023
Greek Monolingual
το (Α ἀνάγλυφον)
1. κάθε παράσταση που είναι γλυπτή, σκαλισμένη σε πλάκα από μάρμαρο, μέταλλο κ.λπ., σε τρόπο ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά τους
τα ανάγλυφα διακρίνονται σε πρόστυπα και έκτυπα
2. (Τοπογρ.) η τρισδιάστατη αναπαράσταση του γενικά ανώμαλου εδάφους, με τη βοήθεια ανάγλυφου χάρτη ή στερεοσκοπικής εικόνας. Γενικά ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και την τρισδιάστατη μορφή τών ανωμαλιών του εδάφους, καθώς και ως συνώνυμος του όρου «μορφολογία του εδάφους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. του επιθ. ἀνάγλυφος σε χρήση ουσιαστικού.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφοειδής, αναγλυφοποιός].