ἀνάγλυφος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ἀνάγλυφον, wrought in low relief, carved in bas-relief, ἀνδριάντες Ps.Callisth.3.28; ἱστορίαι AP3 tit.: ἀνάγλυφα, τά, LXX 3 Ki.6.18.
Spanish (DGE)
-ον
1 esculpido en relieve ἱστορίαι AP 3.tít.
•subst. τὰ ἀ. bajorrelieves ἀ. κέδρινα Sm.3Re.6.18, τοὺς γοῦν τῶν βασιλέων ἐπαίνους ... ἀναγράφουσι διὰ τῶν ἀναγλύφων Clem.Al.Strom.5.4.21.
2 esculpido en la parte de arriba de vasos, Isid.Etym.20.4.8.
3 subst. τὰ ἀ. objetos cincelados en plata, Anecd.Helu.174.23.
German (Pape)
[Seite 183] halb erhaben gearbeitet, geschnitzt, τὸ ἀν., = ἀναγλυφή, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγλυφος: -ον, ὁ ἀναγεγλυμμένος οὕτως ὥστε αἱ γλυφαὶ νὰ ἐξέχωσι κατὰ τὸ ἥμισυ, Βυζ.: τὸ ἀνάγλυφον = ἀναγλυφή, Κλήμ. Ἀλ. 237.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάγλυφος, -ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη
2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο
νεοελλ.
1. λέγεται επίσης για μη γλυπτές αλλά προεξέχουσες απεικονίσεις (ανάγλυφος χάρτης)
2. αυτός που απεικονίζεται, που περιγράφεται ζωηρά, ακριβής, παραστατικός, ζωντανός
«ανάγλυφη εικόνα της καταστροφής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυφικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφόλιθος].
Mantoulidis Etymological
(=σκαλιστός). Ἀνά + γλύφω (=σκαλίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.