επιχαιρεσίκακος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχαιρεσίκακος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]. Σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]]. Η [[μετατροπή]] του <i>η</i> του αοριστ. θ. <i>χαιρησ</i>- του ρ. [[χαίρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>χαιρήσω</i>, αόρ. <i>εχαίρησα</i>) σε <i>ε</i> οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[χαιρέκακος]]).
|mltxt=[[ἐπιχαιρεσίκακος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]. Σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]]. Η [[μετατροπή]] του <i>η</i> του αοριστ. θ. <i>χαιρησ</i>- του ρ. [[χαίρω]] ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>χαιρήσω</i>, αόρ. <i>εχαίρησα</i>) σε <i>ε</i> οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[χαιρέκακος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. του τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή του η του αοριστ. θ. χαιρησ- του ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος].