ἐπιχαιρεσίκακος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
German (Pape)
[Seite 1002] dasselbe, Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 770, der ἐπιχαιρησίκακος zu schreiben vorschlägt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχαιρεσίκᾰκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐσ. V. 93Β, ἴδε Λοβεκκ. Φρύν. 770.
Greek Monolingual
ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. του τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή του η του αοριστ. θ. χαιρησ- του ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος].