μέσσορος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=messoros
|Transliteration C=messoros
|Beta Code=me/ssoros
|Beta Code=me/ssoros
|Definition=ὁ, for [[Μέσορος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boundary-stone]], Tab.Heracl.1.63, al.</span>
|Definition=ὁ, for [[Μέσορος]], [[boundary-stone]], Tab.Heracl.1.63, al.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέσσορος]] και [[μέσορος]], ὁ (Α)<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] ορίζει το όριο [[μεταξύ]] δύο κτημάτων, το [[σύνορο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- (για τα δύο -<i>σσ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]]) <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]] ([[πρβλ]]. <i>όμ</i>-<i>ορος</i>, <i>σύν</i>-<i>ορος</i>).
|mltxt=[[μέσσορος]] και [[μέσορος]], ὁ (Α)<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] ορίζει το όριο [[μεταξύ]] δύο κτημάτων, το [[σύνορο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- (για τα δύο -<i>σσ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]]) <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]] ([[πρβλ]]. [[όμορος]], [[σύνορος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσσορος Medium diacritics: μέσσορος Low diacritics: μέσσορος Capitals: ΜΕΣΣΟΡΟΣ
Transliteration A: méssoros Transliteration B: messoros Transliteration C: messoros Beta Code: me/ssoros

English (LSJ)

ὁ, for Μέσορος, boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.

Greek (Liddell-Scott)

μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμορος, σύνορος].