Φωκαιεύς: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δ᾽ ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Φωκαιεύς:''' έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her. | |elrutext='''Φωκαιεύς:''' έως ὁ [[уроженец или житель Фокеи]], [[фокеец]] Her. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=a Phocaean, Hdt., Thuc. | |mdlsjtxt=a Phocaean, Hdt., Thuc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:08, 11 May 2023
English (LSJ)
Attic Φωκαεύς, ὁ, Phocaean, Hdt. 1.163, Th. 1.13, etc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῖς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φώκαια + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.
Middle Liddell
a Phocaean, Hdt., Thuc.