συμπατριώτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπατριώτης:''' ου ὁ соотечественник, земляк Luc. | |elrutext='''συμπατριώτης:''' ου ὁ [[соотечественник]], [[земляк]] Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:14, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, fellow-countryman, Archipp.54.
German (Pape)
[Seite 985] ὁ, Mitlandsmann, nicht attisch nach Luc. Soloec. 5; Poll. 3, 54; Tzetz.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compatriote en parl. d'étrangers ou d'esclaves.
Étymologie: σύν, πατριώτης.
Russian (Dvoretsky)
συμπατριώτης: ου ὁ соотечественник, земляк Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συμπατριώτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πατρίδος, Λατ. concivis, Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 5.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν
αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής
νεοελλ.
συμπολίτης, συντοπίτης.