σπαθίς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπᾰθίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ лопатка Arph. | |elrutext='''σπᾰθίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [[лопатка]] Arph. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:51, 11 May 2023
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= A σπάθη 2, spatula, Ar.Fr.205, Eub.100; σ. ἀργυρ[ᾶ] IG12.386.17 (unless in signf. ΙΙ). II garment of closely-woven cloth (v. σπάθη 1), ib.22.1469.131, 1517.201, cf. Poll.7.36, Hsch.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, = σπάθη, die Spatel, Poll. 10, 120. Auch ein mit der σπάθη auf dem senkrechten Webstuhle geschlagenes, dicht gewebtes Gewand, Poll. 7, 36, wie σπαθητός.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰθίς: ίδος (ῐδ) ἡ лопатка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίς: -ίδος, ἡ, = σπάθη, 1) πλατὺ κοχλιάριον ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν ξίφος, Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. ὕφασμα πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε σπάθη Ι), Πολυδ. Ζ΄, 36, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
σπάτουλα
αρχ.
πυκνά υφασμένο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].