οκτάπους: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ὀκτάπους]] και [[ὀκτώπους]], -ουν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οκτάπους]] και [[οκτώπους]]<br /><b>ζωολ.</b> το [[χταπόδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[οκτάποδα]] <b>ζωολ.</b> τα [[οκτώποδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] ίση με [[οκτώ]] τετραγωνικά πόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκορπιός]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὀκτάποδες</i><br />(στους [[Σκύθες]]) κοινωνική [[τάξη]] της οποίας τα [[μέλη]] κατείχαν δύο βόδια και μία [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>πρβλ.</b> <i>εννεά</i>-[[πους]]].
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ὀκτάπους]] και [[ὀκτώπους]], -ουν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οκτάπους]] και [[οκτώπους]]<br /><b>ζωολ.</b> το [[χταπόδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[οκτάποδα]] <b>ζωολ.</b> τα [[οκτώποδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] ίση με [[οκτώ]] τετραγωνικά πόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκορπιός]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὀκτάποδες</i><br />(στους [[Σκύθες]]) κοινωνική [[τάξη]] της οποίας τα [[μέλη]] κατείχαν δύο βόδια και μία [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[εννεάπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)
1. αυτός που έχει οκτώ πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους
ζωολ. το χταπόδι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα
αρχ.
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες
(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη της οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεάπους].