πεντασύλλαβος: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πεντασύλλαβος]], -ον, ΝΑ<br />(για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] συλλαβές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πεντασύλλαβος]]<br /><b>(μετρ.)</b> ο [[στίχος]] που αποτελείται από [[πέντε]] συλλαβές και που, στη [[μορφή]] του δακτυλικού ή ιαμβικού, χρησιμοποιούσαν [[συχνά]] οι αρχαίοι Έλληνες ως τονική [[κατακλείδα]] στροφών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πεντασυλλάβως]] Μ<br />σε [[πέντε]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πεντασύλλαβος]], -ον, ΝΑ<br />(για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] συλλαβές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πεντασύλλαβος]]<br /><b>(μετρ.)</b> ο [[στίχος]] που αποτελείται από [[πέντε]] συλλαβές και που, στη [[μορφή]] του δακτυλικού ή ιαμβικού, χρησιμοποιούσαν [[συχνά]] οι αρχαίοι Έλληνες ως τονική [[κατακλείδα]] στροφών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πεντασυλλάβως]] Μ<br />σε [[πέντε]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), [[πρβλ]]. [[δισύλλαβος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 11 May 2023
German (Pape)
[Seite 557] fünfsylbig, Scholl., z. B. zu Ar. Ran. 899.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰσύλλᾰβος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε συλλαβῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 687, Ὀρ. 195. ― Ἐπίρρ. -βως, Εὐστ. εἰς Διον. ΙΙ. 431.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντασύλλαβος, -ον, ΝΑ
(για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από πέντε συλλαβές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεντασύλλαβος
(μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από πέντε συλλαβές και που, στη μορφή του δακτυλικού ή ιαμβικού, χρησιμοποιούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες ως τονική κατακλείδα στροφών.
επίρρ...
πεντασυλλάβως Μ
σε πέντε συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δισύλλαβος].