ταυραφέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α·1.ο [[προμηθευτής]] ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων<br /><b>2.</b> αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀφέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀφίημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαστρ</i>-[[αφέτης]]].
|mltxt=ὁ, Α·1.ο [[προμηθευτής]] ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων<br /><b>2.</b> αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀφέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀφίημι]]), [[πρβλ]]. [[γαστραφέτης]]].
}}
}}

Revision as of 14:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυραφέτης Medium diacritics: ταυραφέτης Low diacritics: ταυραφέτης Capitals: ΤΑΥΡΑΦΕΤΗΣ
Transliteration A: tauraphétēs Transliteration B: tauraphetēs Transliteration C: tavrafetis Beta Code: taurafe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, the one who releases the bull at a bull-fight, LW499 (Caryanda).

Greek Monolingual

ὁ, Α·1.ο προμηθευτής ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων
2. αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἀφέτης (< ἀφίημι), πρβλ. γαστραφέτης].