χοροστάτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. [[χοροστάτις]], -ιδος, Α<br />αυτός που οδηγεί τον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), | |mltxt=και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. [[χοροστάτις]], -ιδος, Α<br />αυτός που οδηγεί τον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[πυροστάτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. χοροστάτας, ου, ὁ, leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. χοροστάτις, ἡ, Alcm.23.84.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui forme un chœur de danse.
Étymologie: χορός, ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
χοροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, -ιδος, Α
αυτός που οδηγεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. πυροστάτης].