Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλιατζής: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. [[καφετζής]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής)].