πεντάσχοινος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] [[πέντε]] σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεντάσχοινον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στάδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>σχοινος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] [[πέντε]] σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεντάσχοινον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στάδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] ([[πρβλ]]. [[τρίσχοινος]])].
}}
}}

Revision as of 15:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάσχοινος Medium diacritics: πεντάσχοινος Low diacritics: πεντάσχοινος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pentáschoinos Transliteration B: pentaschoinos Transliteration C: pentaschoinos Beta Code: penta/sxoinos

English (LSJ)

ον, five σχοῖνοι long: -σχοινον, = στάδιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 557] fünf σχοῖνοι lang, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος πέντε σχοίνων· τὸ πεντάσχοινον = στάδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μήκος πέντε σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάσχοινον
(κατά τον Ησύχ.) «στάδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σχοῖνος (πρβλ. τρίσχοινος)].