περιπλοκάδα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[περιπλοκάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[περικοκλάδα]], η και [[περιπλοκάδι]] και περικοκλάδι, το, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά [[άνθη]] σε κυματώδεις ταξιανθίες<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) γενική [[ονομασία]] πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εσκεμμένη [[προβολή]] προφάσεων, προσχημάτων, [[υπεκφυγή]] («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα [[καθαρά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] σμῑλαξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιπλέκω]] / [[περιπλοκή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παραφυ</i>-<i>άδα</i>). Ο νεοελλ. τ. [[περικοκλάδα]] έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[κλαδί]].
|mltxt=η / [[περιπλοκάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[περικοκλάδα]], η και [[περιπλοκάδι]] και περικοκλάδι, το, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά [[άνθη]] σε κυματώδεις ταξιανθίες<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) γενική [[ονομασία]] πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εσκεμμένη [[προβολή]] προφάσεων, προσχημάτων, [[υπεκφυγή]] («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα [[καθαρά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] σμῑλαξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιπλέκω]] / [[περιπλοκή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[παραφυάδα]]). Ο νεοελλ. τ. [[περικοκλάδα]] έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[κλαδί]].
}}
}}

Revision as of 15:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / περιπλοκάς, -άδος, ΝΜΑ, και περικοκλάδα, η και περιπλοκάδι και περικοκλάδι, το, Ν
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά άνθη σε κυματώδεις ταξιανθίες
2. (κατ' επέκτ.) γενική ονομασία πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών φυτών
3. μτφ. εσκεμμένη προβολή προφάσεων, προσχημάτων, υπεκφυγή («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα καθαρά»)
αρχ.
το φυτό σμῑλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλέκω / περιπλοκή + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. παραφυάδα). Ο νεοελλ. τ. περικοκλάδα έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. κλαδί.