πλαστάρι: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />[[είδος]] ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, [[παξιμάδι]] στρογγυλό ή [[τετράγωνο]], [[γαλέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλάστ</i>-<i>ης</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στριφτ</i>-<i>άρι</i>)].
|mltxt=το, Ν<br />[[είδος]] ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, [[παξιμάδι]] στρογγυλό ή [[τετράγωνο]], [[γαλέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]] ([[πρβλ]]. [[πλάστης]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. [[στριφτάρι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
είδος ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, παξιμάδι στρογγυλό ή τετράγωνο, γαλέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθω (πρβλ. πλάστης) + κατάλ. -άρι (πρβλ. στριφτάρι)].