πλεκτήριο: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλεχτήριο]], το, Ν<br /><b>1.</b> [[χώρος]] στον οποίο [[είναι]] εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές<br /><b>2.</b> [[εργαστήριο]] πλεκτικής ή [[τμήμα]] κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη [[χρήση]] πλεκτικών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλυν</i>-<i>τήριο</i>). Η λ. <i>πλεκτήριον</i> μαρτυρείται από το 1891 σε [[επιγραφή]] εργαστηρίου τών Αθηνών].
|mltxt=και [[πλεχτήριο]], το, Ν<br /><b>1.</b> [[χώρος]] στον οποίο [[είναι]] εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές<br /><b>2.</b> [[εργαστήριο]] πλεκτικής ή [[τμήμα]] κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη [[χρήση]] πλεκτικών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. [[πλυντήριο]]). Η λ. <i>πλεκτήριον</i> μαρτυρείται από το 1891 σε [[επιγραφή]] εργαστηρίου τών Αθηνών].
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

και πλεχτήριο, το, Ν
1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές
2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -τήριο (πρβλ. πλυντήριο). Η λ. πλεκτήριον μαρτυρείται από το 1891 σε επιγραφή εργαστηρίου τών Αθηνών].