πονόκοιλος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br />[[πόνος]] της κοιλιάς, [[κοιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόνος]] <span style="color: red;">+</span> [[κοιλιά]], κατ' [[αντιστροφή]] του [[κοιλόπονος]] από τη νεώτερη συντακτική [[εκφορά]]: [[πόνος]] κοιλιάς</i> ( | |mltxt=ο, Ν<br />[[πόνος]] της κοιλιάς, [[κοιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόνος]] <span style="color: red;">+</span> [[κοιλιά]], κατ' [[αντιστροφή]] του [[κοιλόπονος]] από τη νεώτερη συντακτική [[εκφορά]]: [[πόνος]] κοιλιάς</i> ([[πρβλ]]. [[πονόδοντος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:00, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο, Ν
πόνος της κοιλιάς, κοιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κοιλιά, κατ' αντιστροφή του κοιλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κοιλιάς (πρβλ. πονόδοντος)].