περιπλέγδην: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε στενό εναγκαλισμό, [[περιπεπλεγμένως]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπλέγδην]] ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ [[σφιχτά]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πλεκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε στενό εναγκαλισμό, [[περιπεπλεγμένως]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπλέγδην]] ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ [[σφιχτά]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πλεκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[εμπλέγδην]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
Adv. closely entwined, Eratosth.27; π. ἔχειν τινά in close embrace, AP5.258 (Paul. Sil.), cf. 254.16 (Id.), Opp.H.2.376; of ivy, Luc.Am.12, etc.
German (Pape)
[Seite 587] adv., umwickelt, umwunden; Luc. Amor. 12; Opp. Hal. 2, 376 u. öfter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλέγδην [περιπλέκω] adv., verstrengeld, door elkaar.
Russian (Dvoretsky)
περιπλέγδην: adv. обвиваясь (обвившись) Luc.: π. ἔχειν τινά Anth. держать кого-л. в своих объятиях.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλέγδην: Ἐπίρρ., περιπεπλεγμένως, ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως
2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θ. πλεκ- του πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. εμπλέγδην)].