σίτινος: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σίτινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, [[σιταρήσιος]], [[σταρένιος]] (α. «[[ἄχυρον]] σίτινον», πάπ.<br />β. «σίτινον [[ἄλευρον]]», Θεοφαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[σίτινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, [[σιταρήσιος]], [[σταρένιος]] (α. «[[ἄχυρον]] σίτινον», πάπ.<br />β. «σίτινον [[ἄλευρον]]», Θεοφαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
{{pape
|ptext=[σῑ], <i>zum [[Weizen]]</i>, überhaupt <i>zum [[Getreide]] [[gehörig]], was vom [[Weizen]], [[Getreide]] ist</i>, Sp., wie <i>Geop</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτινος Medium diacritics: σίτινος Low diacritics: σίτινος Capitals: ΣΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: sítinos Transliteration B: sitinos Transliteration C: sitinos Beta Code: si/tinos

English (LSJ)

η, ον, = σιτικός (of wheat, of corn), Gal. 12.666, Gp. 2.23.9, OGI 200.21 (Axum, iv AD) ; ἄχυρον PLips. 92.7 (ii/iii AD), etc.

Greek (Liddell-Scott)

σίτινος: -η, -ον, = σιτικός, Γεωπ. 2. 23, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / σίτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ.
β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

German (Pape)

[σῑ], zum Weizen, überhaupt zum Getreide gehörig, was vom Weizen, Getreide ist, Sp., wie Geop.