σιμαύχην: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(37)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Μ<br />αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[κυρτός]]» <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)].
|mltxt=ὁ, ἡ, Μ<br />αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[κυρτός]]» <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] ([[πρβλ]]. [[μακραύχην]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:12, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

σῑμαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλάγιον, λοξὸν αὐχένα, ἀμφίβ. παρὰ Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 669.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Μ
αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «κυρτός» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μακραύχην)].