συσκηνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(6_12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκηνητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ συνδιαιτώμενος, [[συνδαιτυμών]], [[ὁμοτράπεζος]]· θηλ. -ήτρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624.
|lstext='''συσκηνητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ συνδιαιτώμενος, [[συνδαιτυμών]], [[ὁμοτράπεζος]]· θηλ. -ήτρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ο, θηλ. [[συσκηνήτρια]] Α<br />[[συνδαιτυμόνας]], [[ομοτράπεζος]] («καὶ τίς σοὐστὶ [[συσκηνήτρια]];», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συσκηνῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κινητήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

συσκηνητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνδιαιτώμενος, συνδαιτυμών, ὁμοτράπεζος· θηλ. -ήτρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624.

Greek Monolingual

-ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α
συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κινητήρ)].