στοιβάδα: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / στοίβας, -[[άδος]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στοίβα]]<br /><b>2.</b> [[στρώμα]], [[στιβάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κλαδιά ή φύλλα δένδρων για [[στρώσιμο]] («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοιβή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>στιβ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=η / στοίβας, -[[άδος]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στοίβα]]<br /><b>2.</b> [[στρώμα]], [[στιβάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κλαδιά ή φύλλα δένδρων για [[στρώσιμο]] («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοιβή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[στιβάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / στοίβας, -άδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. στοίβα
2. στρώμα, στιβάδα
αρχ.
κλαδιά ή φύλλα δένδρων για στρώσιμο («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στιβάς)].