στοιβάδα

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η / στοίβας, -άδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. στοίβα
2. στρώμα, στιβάδα
αρχ.
κλαδιά ή φύλλα δένδρων για στρώσιμο («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στιβάς)].